μεσοκνήμιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μεσοκνήμιον τὰ μεσοκνήμι
      γενική τοῦ μεσοκνημίου τῶν μεσοκνημίων
      δοτική τῷ μεσοκνημί τοῖς μεσοκνημίοις
    αιτιατική τὸ μεσοκνήμιον τὰ μεσοκνήμι
     κλητική ! μεσοκνήμιον μεσοκνήμι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσοκνημίω
γεν-δοτ τοῖν  μεσοκνημίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσοκνήμιον < μεσο- + κνημίον, υποκοριστικό του κνήμη

Ουσιαστικό

μεσοκνήμιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.