μεσοκνήμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μεσοκνήμιον | τὰ | μεσοκνήμιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μεσοκνημίου | τῶν | μεσοκνημίων | ||||
| δοτική | τῷ | μεσοκνημίῳ | τοῖς | μεσοκνημίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μεσοκνήμιον | τὰ | μεσοκνήμιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μεσοκνήμιον | μεσοκνήμιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεσοκνημίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεσοκνημίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- μεσοκνήμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.