μερικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μερικεύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μερικεύω < μερικός + -εύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɾiˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐κεύ‐ω
Ρήμα
μερικεύω, αόρ.: μερίκευσα, παθ.φωνή: μερικεύομαι, π.αόρ.: μερικεύτηκα
- αναλύω ένα θέμα χρησιμοποιώντας μόνο κάποια σημεία
- ≈ συνώνυμα: εξειδικεύω
- ≠ αντώνυμα: γενικεύω, καθολικεύω
- συζητώ ή εξετάζω τις λεπτομέρειες
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μερικεύω | μερίκευα | θα μερικεύω | να μερικεύω | μερικεύοντας | |
| β' ενικ. | μερικεύεις | μερίκευες | θα μερικεύεις | να μερικεύεις | μερίκευε | |
| γ' ενικ. | μερικεύει | μερίκευε | θα μερικεύει | να μερικεύει | ||
| α' πληθ. | μερικεύουμε | μερικεύαμε | θα μερικεύουμε | να μερικεύουμε | ||
| β' πληθ. | μερικεύετε | μερικεύατε | θα μερικεύετε | να μερικεύετε | μερικεύετε | |
| γ' πληθ. | μερικεύουν(ε) | μερίκευαν μερικεύαν(ε) |
θα μερικεύουν(ε) | να μερικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μερίκευσα | θα μερικεύσω | να μερικεύσω | μερικεύσει | ||
| β' ενικ. | μερίκευσες | θα μερικεύσεις | να μερικεύσεις | μερίκευσε | ||
| γ' ενικ. | μερίκευσε | θα μερικεύσει | να μερικεύσει | |||
| α' πληθ. | μερικεύσαμε | θα μερικεύσουμε | να μερικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | μερικεύσατε | θα μερικεύσετε | να μερικεύσετε | μερικεύστε | ||
| γ' πληθ. | μερίκευσαν μερικεύσαν(ε) |
θα μερικεύσουν(ε) | να μερικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μερικεύσει | είχα μερικεύσει | θα έχω μερικεύσει | να έχω μερικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μερικεύσει | είχες μερικεύσει | θα έχεις μερικεύσει | να έχεις μερικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μερικεύσει | είχε μερικεύσει | θα έχει μερικεύσει | να έχει μερικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μερικεύσει | είχαμε μερικεύσει | θα έχουμε μερικεύσει | να έχουμε μερικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μερικεύσει | είχατε μερικεύσει | θα έχετε μερικεύσει | να έχετε μερικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μερικεύσει | είχαν μερικεύσει | θα έχουν μερικεύσει | να έχουν μερικεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μερικεύομαι | μερικευόμουν(α) | θα μερικεύομαι | να μερικεύομαι | ||
| β' ενικ. | μερικεύεσαι | μερικευόσουν(α) | θα μερικεύεσαι | να μερικεύεσαι | (μερικεύου) | |
| γ' ενικ. | μερικεύεται | μερικευόταν(ε) | θα μερικεύεται | να μερικεύεται | ||
| α' πληθ. | μερικευόμαστε | μερικευόμαστε μερικευόμασταν |
θα μερικευόμαστε | να μερικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | μερικεύεστε | μερικευόσαστε μερικευόσασταν |
θα μερικεύεστε | να μερικεύεστε | (μερικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | μερικεύονται | μερικεύονταν μερικευόντουσαν |
θα μερικεύονται | να μερικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μερικεύτηκα | θα μερικευτώ | να μερικευτώ | μερικευτεί | ||
| β' ενικ. | μερικεύτηκες | θα μερικευτείς | να μερικευτείς | μερικεύσου | ||
| γ' ενικ. | μερικεύτηκε | θα μερικευτεί | να μερικευτεί | |||
| α' πληθ. | μερικευτήκαμε | θα μερικευτούμε | να μερικευτούμε | |||
| β' πληθ. | μερικευτήκατε | θα μερικευτείτε | να μερικευτείτε | μερικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | μερικεύτηκαν μερικευτήκαν(ε) |
θα μερικευτούν(ε) | να μερικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μερικευτεί | είχα μερικευτεί | θα έχω μερικευτεί | να έχω μερικευτεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μερικευτεί | είχες μερικευτεί | θα έχεις μερικευτεί | να έχεις μερικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μερικευτεί | είχε μερικευτεί | θα έχει μερικευτεί | να έχει μερικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μερικευτεί | είχαμε μερικευτεί | θα έχουμε μερικευτεί | να έχουμε μερικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μερικευτεί | είχατε μερικευτεί | θα έχετε μερικευτεί | να έχετε μερικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μερικευτεί | είχαν μερικευτεί | θα έχουν μερικευτεί | να έχουν μερικευτεί | ||
Μεταφράσεις
αναλύω ένα θέμα χρησιμοποιώντας μόνο κάποια σημεία
|
→ δείτε τη λέξη εξειδικεύω |
συζητώ ή εξετάζω τις λεπτομέρειες
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μερικεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.