ματιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈtça.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
ματιάζομαι, π.αόρ.: ματιάστηκα, μτχ.π.π.: ματιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ματιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.