μανεκέν
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μανεκέν ουδέτερο άκλιτο
- (επάγγελμα) γυναίκα που φοράει και παρουσιάζει ρούχα σε επιδείξεις μόδας
- (συνεκδοχικά) λεπτή όμορφη γυναίκα
- ομοίωμα / κούκλα συνήθως φυσικών διαστάσεων που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρούχων σε βιτρίνες καταστημάτων
Μεταφράσεις
- μανεκέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
