μανεκέν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μανεκέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική mannequin[1]
μανεκέν σε επίδειξη μόδας

Ουσιαστικό

μανεκέν ουδέτερο άκλιτο

  1. (επάγγελμα) γυναίκα που φοράει και παρουσιάζει ρούχα σε επιδείξεις μόδας
     συνώνυμα: μοντέλο
  2. (συνεκδοχικά) λεπτή όμορφη γυναίκα
  3. ομοίωμα / κούκλα συνήθως φυσικών διαστάσεων που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρούχων σε βιτρίνες καταστημάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.