μαλαματικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μαλαματικά
      γενική των μαλαματικών
    αιτιατική τα μαλαματικά
     κλητική μαλαματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλαματικά < μαλαματικό (χρυσή ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο λεκάνη ή αγγείο)

Ουσιαστικό

μαλαματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαλαματικών)

  • τιμαλφή, δηλαδή αντικείμενα από πολύτιμο μέταλλο, χρυσό ή μίγμα χρυσού και άλλων μετάλλων (κοσμήματα, κηροπήγια, λεκάνες κ.α.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.