μακαρίως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακαρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακαρίως. Συγχρονικά αναλύεται σε μακάρι(ος) + -ως.
Πηγές
- μακάριος & μακαρίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μακαρίως < μακάρι(ος) + -ως
Πηγές
- μακαρίως, μακάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.