μέλπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέλπω < αρχαία ελληνική μέλπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmel.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλπω

Ρήμα

μέλπω, πρτ.: έμελπα, αόρ.: έμελψα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (αρχαιοπρεπές) τραγουδώ
      Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
    θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
    και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
    μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.
    Ρώμος Φιλύρας, Τραγική νύχτα
      Ήταν το Ριζικό, πού έμελπε το μεγάλο τραγούδι...
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.