μέλας ζωμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέλας ζωμός < (ελληνιστική κοινή) μέλας ζωμός < αρχαία ελληνική μέλας + ζωμός
Πολυλεκτικός όρος
μέλας ζωμός αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.