μάστερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάστερ < (λόγιο δάνειο) αγγλική master of arts[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.ster/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐στερ
Αναφορές
- μάστερ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.