ἐλλοχάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐλλοχάω-ἐλλοχῶ
- καραδοκώ, παραμονεύω
- ※ 1ος αιώνας κε Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv) Book 1 Chapter 270 (1.270) @scaife.perseus
- ὅτῳ δ’ ἐγκάθηνται καὶ ἐλλοχῶσιν αἱ πλεονεξίαι κ·αὶ ἐπιθυμίαι τῶν ἀδικιῶν,
- ※ 1ος αιώνας κε Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv) Book 1 Chapter 270 (1.270) @scaife.perseus
- στήνω ενέδρα, ενεδρεύω
Συγγενικά
- ἐλλοχίζω
- ἐλλόχησις
- → και δείτε τη λέξη λοχάω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐλλοχάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.