λογοκλοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λογοκλοπώ < λογοκλοπή / λογοκλόπος + -ώ
Συνώνυμα
Πηγές
- λογοκλοπώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- https://www.eetaa.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.