λιμενοβραχίων

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιμενοβραχίων οἱ λιμενοβραχίονες
      γενική τοῦ λιμενοβραχίονος τῶν λιμενοβραχιόνων
      δοτική τῷ λιμενοβραχίονι τοῖς λιμενοβραχίοσι(ν)
    αιτιατική τὸν λιμενοβραχίονα τοὺς λιμενοβραχίονας
     κλητική ! λιμενοβραχίον λιμενοβραχίονες
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμενοβραχίων (μαρτυρείται από το 1888) [1] <  και δείτε τη λέξη λιμενοβραχίονας

Ουσιαστικό

λιμενοβραχίων, -ονος αρσενικό

Αναφορές

  1. σελ. 608, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.