λιθοδομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιθοδομώ < λιθοδομή + -ώ < αρχαία ελληνική λιθοδόμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.θo.ðoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐δο‐μώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιθοδομή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιθοδομώ | λιθοδομούσα | θα λιθοδομώ | να λιθοδομώ | λιθοδομώντας | |
| β' ενικ. | λιθοδομείς | λιθοδομούσες | θα λιθοδομείς | να λιθοδομείς | (λιθοδόμει) | |
| γ' ενικ. | λιθοδομεί | λιθοδομούσε | θα λιθοδομεί | να λιθοδομεί | ||
| α' πληθ. | λιθοδομούμε | λιθοδομούσαμε | θα λιθοδομούμε | να λιθοδομούμε | ||
| β' πληθ. | λιθοδομείτε | λιθοδομούσατε | θα λιθοδομείτε | να λιθοδομείτε | λιθοδομείτε | |
| γ' πληθ. | λιθοδομούν(ε) | λιθοδομούσαν(ε) | θα λιθοδομούν(ε) | να λιθοδομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιθοδόμησα | θα λιθοδομήσω | να λιθοδομήσω | λιθοδομήσει | ||
| β' ενικ. | λιθοδόμησες | θα λιθοδομήσεις | να λιθοδομήσεις | λιθοδόμησε | ||
| γ' ενικ. | λιθοδόμησε | θα λιθοδομήσει | να λιθοδομήσει | |||
| α' πληθ. | λιθοδομήσαμε | θα λιθοδομήσουμε | να λιθοδομήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιθοδομήσατε | θα λιθοδομήσετε | να λιθοδομήσετε | λιθοδομήστε | ||
| γ' πληθ. | λιθοδόμησαν λιθοδομήσαν(ε) |
θα λιθοδομήσουν(ε) | να λιθοδομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιθοδομήσει | είχα λιθοδομήσει | θα έχω λιθοδομήσει | να έχω λιθοδομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιθοδομήσει | είχες λιθοδομήσει | θα έχεις λιθοδομήσει | να έχεις λιθοδομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιθοδομήσει | είχε λιθοδομήσει | θα έχει λιθοδομήσει | να έχει λιθοδομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιθοδομήσει | είχαμε λιθοδομήσει | θα έχουμε λιθοδομήσει | να έχουμε λιθοδομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιθοδομήσει | είχατε λιθοδομήσει | θα έχετε λιθοδομήσει | να έχετε λιθοδομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιθοδομήσει | είχαν λιθοδομήσει | θα έχουν λιθοδομήσει | να έχουν λιθοδομήσει |
| |
Μεταφράσεις
λιθοδομώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.