λεξιθηρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεξιθηρώ < ελληνιστική κοινή λεξιθηρέω < αρχαία ελληνική λέξις + θήρ
Ρήμα
λεξιθηρώ
- (λόγιο) επιδίδομαι στη λεξιθηρία, αναζητώ με επιμονή εξεζητημένες λέξεις και φράσεις για να εντυπωσιάσω
Μεταφράσεις
λεξιθηρώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.