λεβιέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεβιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική levier. Δείτε και το κλιτό λεβιές
Ουσιαστικό
λεβιέ ουδέτερο άκλιτο (και λαϊκότροπο αρσενικό: λεβιές)
Παράγωγα
- λεβιεδάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
