λανσάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λανσάρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική lancer[1] + -άρω

Ρήμα

λανσάρω, πρτ.: λάνσαρα, στ.μέλλ.: θα λανσάρω, αόρ.: λανσάρισα, παθ.φωνή: λανσάρομαι, μτχ.π.π.: λανσαρισμένος

  1. φέρνω, παρουσιάζω για πρώτη φορά κάτι νέο, προϊόν, συνήθεια, μόδα, λέξη κ.λπ.
    νέους επεξεργαστές λανσάρει η γνωστή εταιρεία

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.