κύφωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῡφωσι-, κῡφωσε-
ονομαστική κύφωσῐς αἱ κυφώσεις
      γενική τῆς κυφώσεως τῶν κυφώσεων
      δοτική τῇ κυφώσει ταῖς κυφώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύφωσῐν τὰς κυφώσεις
     κλητική ! κύφωσῐ κυφώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυφώσει
γεν-δοτ τοῖν  κυφωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύφωσις < (κυφόω, κυφόομαι) κυφω- + -σις < κυφός

Ουσιαστικό

κύφωσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἐγκύφωσις
  • ὀπισθοκύφωσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.