κότινος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κότινος < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
κότινος αρσενικό
- (στην αρχαιότητα) κλαδί από αγριελιά με το οποίο στεφάνωναν έναν νικητή
- (μεταφορικά) η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται αυτός που κατόρθωσε κάτι
Μεταφράσεις
κότινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.