κυσοδόκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κυσοδόκη < κυσός (πρωκτός) + -δόκη (< αρχαία ελληνική δέχομαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κυσοδόκη θηλυκό
Πηγές
- κυσοδόκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.