κυσοδόκη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κυσοδόκη < κυσός (πρωκτός) + -δόκη (< αρχαία ελληνική δέχομαι)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κυσοδόκη θηλυκό

  • άλλη γραφή του κυσοδόχη
      υπετόπησεν εμέ πρόξενον είναι της κοινωνίας, και δια των οικετών αναρπάσασα παραχρήμα μεν εν κυσοδόκη δήσασα κατέσχεν, εις την υστεραίαν δε παρά τον εαυτής ήγαγε πατέρα (Αλκίφρων, 3.72, οβ΄ Οινοχάρων Ραφανοχορτάσω )

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.