κρουνελιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρουνελιάζω < → δείτε τη λέξη κρουνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
κρουνελιάζω
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) ρέω άφθονος όπως από κρουνό[1]
- ※ Κοίταξα γύρω μου τον κόσμο που κρουνελιάζει, άντρες και γυναίκες, πρόσωπα αδιάφορα, άλλοι τον ανήφορο, άλλοι τον κατήφορο
- Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή, στʹ έκδοση αναθεωρημένη (Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1990, ISBN 960-05-0195-5), σ. 34.
- ※ Ρυάκια κρουνελιάζουν τα νερά από τα φρύδια, μουσκεύει το πρόσωπο
- Γ.Μ. Πολιτάρχης, «Ο κουρσάρος», Ηπειρωτική Εστία (Ιωάννινα) 256-258 (Αύγουστος-Οκτώβριος 1973), σ. 546.
- ※ Κοίταξα γύρω μου τον κόσμο που κρουνελιάζει, άντρες και γυναίκες, πρόσωπα αδιάφορα, άλλοι τον ανήφορο, άλλοι τον κατήφορο
Σημειώσεις
- συνήθως στο τρίτο πρόσωπο· το ρήμα απαντά συχνά σε διάφορα κείμενα του Άγγελου Τερζάκη
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
κρουνελιάζω
|
|
Αναφορές
- Νίκος Σαραντάκος, «Οι λέξεις της [Πριγκιπέσσας] Ιζαμπώς» (7 Φεβρουαρίου 2014), sarantakos.wordpress.com· πρόσβαση: 2020-11-23.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.