κρουνελιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρουνελιάζω <  δείτε τη λέξη κρουνός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κρουνελιάζω

Σημειώσεις

  • συνήθως στο τρίτο πρόσωπο· το ρήμα απαντά συχνά σε διάφορα κείμενα του Άγγελου Τερζάκη

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νίκος Σαραντάκος, «Οι λέξεις της [Πριγκιπέσσας] Ιζαμπώς» (7 Φεβρουαρίου 2014), sarantakos.wordpress.com· πρόσβαση: 2020-11-23.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.