κριτς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κριτς < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

κριτς άκλιτο

  1. λέξη που αποδίδει κάποιον ξερό ή ψιλό ήχο
    Ακούστηκε το κριτς από το σχίσιμο του χαρτιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.