κρεσέντο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾeˈsen.do/
Ουσιαστικό
κρεσέντο και κρετσέντο ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο
- (μουσική) η βαθμιαία αύξηση της έντασης ενός μουσικού κομματιού
- (συνεκδοχικά) το μέρος του μουσικού κομματιού όπου αυξάνεται βαθμιαία η ένταση
- (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης με σταθερό τρόπο, ώστε να παρατηρείται κορύφωση σε κάποιο υψηλό σημείο
Επίρρημα
- (μουσική) αυξάνοντας βαθμιαία την ένταση
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.