κομπιναιζόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομπιναιζόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική combinaison

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομπιναιζόν

Ουσιαστικό

κομπιναιζόν ουδέτερο άκλιτο

  • άλλη γραφή του κομπινεζόν
      Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
    Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.