κομπέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κομπέω < κόμπ(ος) + -έω / < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
κομπέω
- κάνω κρότο, αντηχώ, συγκρούομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 151 (στίχοι 151-152)
- ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς | ἄντην βαλλομένων·
- Όμοια κροτούσεν ο χαλκός στα στήθη αυτών των δύο | ως τους κτυπούσαν άντικρυ·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς | ἄντην βαλλομένων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 151 (στίχοι 151-152)
- (για σκεύη, αγγεία) χτυπώ, για να δω αν είναι ελαττωματικά
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 6.2.30 @scaife.perseus
- θαυμάζειν τʼ ἔφη εἰ χύτραν μὲν καὶ λοπάδα ὠνούμενοι κομποῦμεν· ἄνθρωπον δὲ μόνῃ τῇ ὄψει ἀρκούμεθα.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 6.2.30 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) κομπάζω, καυχιέμαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 947 (947-948)
- πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους | αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους·
- στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν | τάχ᾽ αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους | αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 815 (815-817)
- Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς | εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς | ἵππους τ᾽ ὀχμάζει·
- Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν κι αυτό μες στα καλά τους· | άλλος ταύρο με τέχνη τον λιανίζει, | άλλος δαμάζει τ᾽ άλογα.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς | εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς | ἵππους τ᾽ ὀχμάζει·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 947 (947-948)
- (στην παθητική φωνή) καυχιέμαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 17.5
- καὶ μὴν οὐδ᾽ ὁπλῖται οὔτ᾽ ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, οὔτε οἱ ἄλλοι Ἕλληνες διεφάνησαν τοσοῦτοι ὄντες ὅσους ἕκαστοι σφᾶς αὐτοὺς ἠρίθμουν,
- Αλλά ούτε και έχουν τόσους οπλίτες όσους καυχώνται ότι έχουν, όπως άλλωστε αποκαλύφθηκε και για τους υπόλοιπους Έλληνες ότι δεν είχαν τόσο στρατό όσο ισχυρίζονταν ότι έχουν.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ μὴν οὐδ᾽ ὁπλῖται οὔτ᾽ ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, οὔτε οἱ ἄλλοι Ἕλληνες διεφάνησαν τοσοῦτοι ὄντες ὅσους ἕκαστοι σφᾶς αὐτοὺς ἠρίθμουν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 17.5
- κομπόω / κομπῶ
Συνώνυμα
- ἐπαίρομαι
- καυχάομαι, καυχέομαι
- κομπάζω
- μεγαλαυχέω
Σύνθετα
- διακομπέω
- ἐπικομπέω
- περικομπέω
- σεμνοκομπέω
- ὑποκομπέω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- κομπέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κομπέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.