κοκκοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- κοκκοποιημένος
- κοκκοποίηση
- → δείτε τις λέξεις κόκκος και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοκκοποιώ | κοκκοποιούσα | θα κοκκοποιώ | να κοκκοποιώ | κοκκοποιώντας | |
| β' ενικ. | κοκκοποιείς | κοκκοποιούσες | θα κοκκοποιείς | να κοκκοποιείς | (κοκκοποίει) | |
| γ' ενικ. | κοκκοποιεί | κοκκοποιούσε | θα κοκκοποιεί | να κοκκοποιεί | ||
| α' πληθ. | κοκκοποιούμε | κοκκοποιούσαμε | θα κοκκοποιούμε | να κοκκοποιούμε | ||
| β' πληθ. | κοκκοποιείτε | κοκκοποιούσατε | θα κοκκοποιείτε | να κοκκοποιείτε | κοκκοποιείτε | |
| γ' πληθ. | κοκκοποιούν(ε) | κοκκοποιούσαν(ε) | θα κοκκοποιούν(ε) | να κοκκοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοκκοποίησα | θα κοκκοποιήσω | να κοκκοποιήσω | κοκκοποιήσει | ||
| β' ενικ. | κοκκοποίησες | θα κοκκοποιήσεις | να κοκκοποιήσεις | κοκκοποίησε | ||
| γ' ενικ. | κοκκοποίησε | θα κοκκοποιήσει | να κοκκοποιήσει | |||
| α' πληθ. | κοκκοποιήσαμε | θα κοκκοποιήσουμε | να κοκκοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοκκοποιήσατε | θα κοκκοποιήσετε | να κοκκοποιήσετε | κοκκοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | κοκκοποίησαν κοκκοποιήσαν(ε) |
θα κοκκοποιήσουν(ε) | να κοκκοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοκκοποιήσει | είχα κοκκοποιήσει | θα έχω κοκκοποιήσει | να έχω κοκκοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοκκοποιήσει | είχες κοκκοποιήσει | θα έχεις κοκκοποιήσει | να έχεις κοκκοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοκκοποιήσει | είχε κοκκοποιήσει | θα έχει κοκκοποιήσει | να έχει κοκκοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοκκοποιήσει | είχαμε κοκκοποιήσει | θα έχουμε κοκκοποιήσει | να έχουμε κοκκοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοκκοποιήσει | είχατε κοκκοποιήσει | θα έχετε κοκκοποιήσει | να έχετε κοκκοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοκκοποιήσει | είχαν κοκκοποιήσει | θα έχουν κοκκοποιήσει | να έχουν κοκκοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
κοκκοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.