κοκκοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκοποίηση οι κοκκοποιήσεις
      γενική της κοκκοποίησης* των κοκκοποιήσεων
    αιτιατική την κοκκοποίηση τις κοκκοποιήσεις
     κλητική κοκκοποίηση κοκκοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκκοποίηση < κοκκοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

κοκκοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.