κλήρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κλήρωσῐς | αἱ | κληρώσεις |
| γενική | τῆς | κληρώσεως | τῶν | κληρώσεων |
| δοτική | τῇ | κληρώσει | ταῖς | κληρώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κλήρωσῐν | τὰς | κληρώσεις |
| κλητική ὦ! | κλήρωσῐ | κληρώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κληρώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κληρωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλήρωσις < κληρόω / κληρῶ + -σις < κλῆρος
Πηγές
- κλήρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.