κιτρινο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.tɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιτρινο-

Πρόθημα

κιτρινο-, κιτρινό- (και κιτριν- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτρινο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτρινό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτριν- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)

Πρόθημα

κιτρινο- η κιτρινό-

  • όπως κιτρινο-
    κιτρινοβαμμένος, κιτρινοφυλλιάζω
    κιτρινόχρυσος

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτρινο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτρινό- στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κιτρινο- < κίτρινο(ς)

Πρόθημα

κιτρινο-

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κιτρινο- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.