καυλαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
καυλαντίζω και καβλαντίζω
- (χυδαίο) συνομιλώ, φλερτάρω με κάποιον, χρησιμοποιώντας σεξουαλικά υπονοούμενα με σκοπό να τον ερεθίσω, επιδιώκοντας την σωματική επαφή μαζί του
Συγγενικά
- καβλάντα
- καυλάντισμα
Σημειώσεις
- συναφές, αλλά όχι ταυτόσημο, με το μη χυδαίο σέξτινγκ (→ δείτε τη λέξη sexting), που αφορά αποκλειστικά επικοινωνία μέσω μηνυμάτων
Μεταφράσεις
καυλαντίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.