κατ' ἀναπαύλας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Έκφραση
κατʼ ἀναπαύλας
- με βάρδιες, εκ περιτροπής, ώστε να ξεκουράζονται
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 75.3
- ἡμέρας δὲ ἔχουν †ἑβδομήκοντα† καὶ νύκτας ξυνεχῶς, διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας, ὥστε τοὺς μὲν φέρειν, τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ σῖτον αἱρεῖσθαι·
- Δούλεψαν αδιάκοπα μέρες και νύχτες, χωρισμένοι σε βάρδιες, ώστε ένα μέρος του στρατού να δουλεύει και το άλλο να κοιμάται ή να τρώει.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ΣτΕ: †ἑβδομήκοντα† με οβελίσκο † (dagger) για την υποσημείωση του επιμελητή Henry Stuart Jones στην έκδοση Οξφόρδης (@archive) για διαφορετικούς αριθμούς που δίνονται από τον μελετητή του Θουκυδίδη Hans-Peter Stahl (και τον Julius Steup)
- ἡμέρας δὲ ἔχουν †ἑβδομήκοντα† καὶ νύκτας ξυνεχῶς, διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας, ὥστε τοὺς μὲν φέρειν, τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ σῖτον αἱρεῖσθαι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 75.3
Πηγές
- ἀνάπαυλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάπαυλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.