κατουριέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατουριέμαι < παθητική φωνή του ρήματος κατουράω/κατουρώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.tuɾˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατουριέμαι

Ρήμα

κατουριέμαι, π.αόρ.: κατουρήθηκα, μτχ.π.π.: κατουρημένος, (ενεργ.: κατουράω/κατουρώ)

  1. παθητικές σημασίες του κατουράω
  2. αισθάνομαι ένα αίσθημα δυσφορίας, προειδοποιητικό του οργανισμού, που προκαλείται όταν έχουν μαζευτεί ούρα που πρέπει να τα αποβάλλω
    κατουριέμαι από την ώρα που ήρθαμε, αλλά σιχαίνομαι να πάω στην τουαλέτα του σταθμού
  3. δεν μπορώ να συγκρατήσω τα ούρα μου τα οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, αποβάλλονται από μόνα τους
    τόσο μεγάλο παιδί και ακόμα κατουριέσαι το βράδυ;

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.