τρομοκρατούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρομοκρατούμαι, παθητική φωνή του τρομοκρατώ

Ρήμα

τρομοκρατούμαι, στ.μέλλ.: θα τρομοκρατηθώ, αόρ.: τρομοκρατήθηκα, μτχ.π.π.: τρομοκρατημένος

  1. φοβάμαι πολύ από τις ενέργειες κάποιου, διακατέχομαι από τρόμο
  2. πτοούμαι εξαιτίας του τρόμου που νιώθω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.