κατατρώγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατατρώγω < μεσαιωνική ελληνική κατατρώγω < κατά + τρώγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈtɾo.ɣo/
Ρήμα
κατατρώγω (παθητική φωνή: κατατρώγομαι)
- τρώω κάτι τελείως, το τρώω όλο
- (κατ’ επέκταση) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) καταστρέφω
- (μεταφορικά) σπαταλώ
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω
Συγγενικά
- καταφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και τρώω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.