κατατρώγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατρώγω < μεσαιωνική ελληνική κατατρώγω < κατά + τρώγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈtɾo.ɣo/

Ρήμα

κατατρώγω (παθητική φωνή: κατατρώγομαι)

  1. τρώω κάτι τελείως, το τρώω όλο
     συνώνυμα: καταβροχθίζω
  2. (κατ’ επέκταση) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) καταστρέφω
  3. (μεταφορικά) σπαταλώ
  4. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.