κατασκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατασκίζω < κατα- + σχίζω. Συγκρίνετε με το κατασχίζω. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈsci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατασκίζω

Ρήμα

κατασκίζω, αόρ.: κατάσκιζα, παθ.φωνή: κατασκίζομαι, π.αόρ.: κατασκίστηκα, μτχ.π.π.: κατασκισμένος

  1. σκίζω εντελώς
     συνώνυμα: κουρελιάζω, ξεσκίζω
  2. προξενώ σκισίματα
    Περπάτησα στο γαρμπίλι και κατασκίστηκαν οι πατούσες μου.

Κλίση

Συγκρίεντε με την κλίση του κατασχίζω.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.