καταπολεμάω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.po.leˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πο‐λε‐μά‐ω
Ετυμολογία
- καταπολεμάω < καταπολεμ(ώ) + -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταπολεμῶ, συνηρημένος τύπος του καταπολεμέω
Ρήμα
καταπολεμάω/καταπολεμώ, -άς, -άει..., αόρ.: καταπολέμησα, παθ.φωνή: καταπολεμιέμαι, π.αόρ.: καταπολεμήθηκα, μτχ.π.π.: καταπολεμημένος
- άλλη μορφή του καταπολεμώ
Κλίση
- → δείτε καταπολεμώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.