καταξηραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταξηραίνω < αρχαία ελληνική καταξηραίνω < κατάξηρος < κατά + ξηρός

Ρήμα

καταξηραίνω (παθητική φωνή: καταξηραίνομαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.