κατακτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατακτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακτώ
  2. θα κατακτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατακτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάκτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.