κατάσαρκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατάσαρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάσαρκα < φράση κατά σάρκα (δείτε και το μεσαιωνικό κατασάρκα). Διαφορετική η σημασία του ελληνιστικού κατάσαρκος (πλαδαρός).[1]
Επίρρημα
κατάσαρκα
- (τοπικό επίρρημα, για κάτι που φοριέται ή ακουμπά) απευθείας πάνω στην επιδερμίδα, στο σώμα
- ↪ έβαλε το φανελάκι του κατάσαρκα
Αναφορές
- κατάσαρκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.