κασέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachet < cacher +‎ -et < παλαιά γαλλική cachier < δημώδης λατινική *coacticāre < *coacticō < λατινική coacto < cogo < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵeti < *h₂eǵ- (ἄγω)

Ουσιαστικό

κασέ ουδέτερο άκλιτο

  1. η αμοιβή που ζητάει (και λαμβάνει) κάποιος καλλιτέχνης
  2. (τυπογραφία) το προσχέδιο ενός προς εκτύπωση εντύπου, πάνω στο οποίο σημειώνονται οδηγίες εκτύπωσης ή διορθώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.