κασέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachet < cacher + -et < παλαιά γαλλική cachier < δημώδης λατινική *coacticāre < *coacticō < λατινική coacto < cogo < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵeti < *h₂eǵ- (ἄγω)
Ουσιαστικό
κασέ ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.