καρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καρίς | αἱ | καρῖδες & καρίδες |
| γενική | τῆς | καρῖδος & καρίδος |
τῶν | καρίδων |
| δοτική | τῇ | καρῖδῐ & καρίδῐ |
ταῖς | καρῖσῐ(ν) & καρίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | καρῖδᾰ & καρίδᾰ |
τὰς | καρῖδᾰς & καρίδᾰς |
| κλητική ὦ! | καρίς* | καρῖδες & καρίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρῖδε & καρίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρίδοιν | ||
| Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καρίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό
- (ιχθυολογία) μικρή ή μεγάλη γαρίδα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1522 (1518-1522)
- ἄγ᾽, ὦ μεγαλώνυμα τέκνα | τοῦ θαλασσίου, | πηδᾶτε παρὰ ψάμαθον | καὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο, | καρίδων ἀδελφοί·
- Ω αδερφάκια των γαρίδων | και θαλασσινού πατέρα | ξακουσμένα εσείς παιδιά, | δώστε πήδους στ᾽ ακρογιάλι, | μπρος, χορό στην αμμουδιά!
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἄγ᾽, ὦ μεγαλώνυμα τέκνα | τοῦ θαλασσίου, | πηδᾶτε παρὰ ψάμαθον | καὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο, | καρίδων ἀδελφοί·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1522 (1518-1522)
- δωρικός τύπος : κουρίς, κωρίς
Παράγωγα
- καριδάριον
- καρίδιον
- καριδόω
Πηγές
- καρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.