κανοναρχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κανοναρχώ < μεσαιωνική ελληνική κανοναρχῶ < ελληνιστική κοινή κανονάρχης < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω
Ρήμα
κανοναρχώ
- καλοναρχώ
- καλαναρχώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κανονάρχης
Μεταφράσεις
κανοναρχώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.