κανοναρχώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κανοναρχώ < μεσαιωνική ελληνική κανοναρχῶ < ελληνιστική κοινή κανονάρχης < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω

Ρήμα

κανοναρχώ

  1. (θρησκεία) είμαι κανονάρχης και εκτελώ το σχετικό διακόνημα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) υποβάλλω σε κάποιον απόψεις (δικές μου ή άλλες), τις οποίες αναπαράγει σαν να ήταν δικές του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.