κανάτια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈna.tça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νά‐τια
- τονικό παρώνυμο: κανατιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κανάτια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κανάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.