καμινώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
κᾰμῑνο- κᾰμῑνω-
ονομαστική καμινώ
      γενική τῆς καμινοῦς
      δοτική τῇ καμινοῖ
    αιτιατική τὴν καμινώ
     κλητική ! καμινοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμινώ < κάμιν(ος) +

Ουσιαστικό

καμινώ θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.