καμηλοπάρδαλις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καμηλοπάρδαλῐς | αἱ | καμηλοπαρδάλεις |
| γενική | τῆς | καμηλοπαρδάλεως | τῶν | καμηλοπαρδάλεων |
| δοτική | τῇ | καμηλοπαρδάλει | ταῖς | καμηλοπαρδάλεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | καμηλοπάρδαλῐν | τὰς | καμηλοπαρδάλεις |
| κλητική ὦ! | καμηλοπάρδαλῐ | καμηλοπαρδάλεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμηλοπαρδάλει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καμηλοπαρδαλέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- καμηλοπάρδαλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.