καμηλοπάρδαλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καμηλοπάρδαλῐς αἱ καμηλοπαρδάλεις
      γενική τῆς καμηλοπαρδάλεως τῶν καμηλοπαρδάλεων
      δοτική τῇ καμηλοπαρδάλει ταῖς καμηλοπαρδάλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καμηλοπάρδαλῐν τὰς καμηλοπαρδάλεις
     κλητική ! καμηλοπάρδαλῐ καμηλοπαρδάλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμηλοπαρδάλει
γεν-δοτ τοῖν  καμηλοπαρδαλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμηλοπάρδαλις < κάμηλος + πάρδαλις

Ουσιαστικό

καμηλοπάρδαλις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.