καλτσόνε
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καλτσόνε
<
ιταλική
calzone
<
calza
<
δημώδης λατινική
* calcea
<
λατινική
calceus
(
υπόδημα
) <
calx
(
φτέρνα
)
Ουσιαστικό
καλτσόνε
ουδέτερο
άκλιτο
(
φαγητά
)
είδος
πίτσας
Συγγενικά
καλτσούνι
→
δείτε
τη
λέξη
κάλτσα
Calzone
στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
καλτσόνε
αγγλικά
:
calzone
(en)
ιταλικά
:
calzone
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.