καλαμάριν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλαμάριν < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos

Ουσιαστικό

καλαμάριν ουδέτερο

  1. μελανοδοχείο
  2. (ιχθυολογία) (γαστρονομία) καλαμάρι, καλαμαράκι

Παράγωγα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.