καλαΐζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καλαΐζω
<
καλάι
+
-ίζω
<
τουρκική
kalay
<
αραβική
قلعى
(
kalai
,
κασσίτερος
)
Ρήμα
καλαΐζω
κασσιτερώνω
,
επικασσιτερώνω
,
γανώνω
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
καλάι
Μεταφράσεις
καλαΐζω
→
δείτε
τη
λέξη
κασσιτερώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.