κακο-
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κακο-
<
αρχαία ελληνική
κακο-
<
κακός
Πρόθημα
κακο-
πρώτο
συνθετικό
που προσδίδει στη σύνθετη λέξη τη
σημασία
του
κακού
, του
δυσάρεστου
, του
δύσκολου
, του
άσχημου
ή του
πρόχειρου
κακό-
κακ-
καχ-
Αντώνυμα
καλο-
καλλι-
Σύνθετα
κακοαναθρεμμένος
κακότροπος
Μεταφράσεις
κακο-
αγγλικά
:
under-
(en)
ιταλικά
:
caco-
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.