κακοπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.peɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐περ‐νά‐ω
Ρήμα
κακοπερνάω/κακοπερνώ, στ.μέλλ.: θα κακοπεράσω, αόρ.: κακοπέρασα (χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακοπερνάω - κακοπερνώ | κακοπερνούσα | θα κακοπερνάω - κακοπερνώ | να κακοπερνάω - κακοπερνώ | κακοπερνώντας | |
| β' ενικ. | κακοπερνάς | κακοπερνούσες | θα κακοπερνάς | να κακοπερνάς | κακοπέρνα - κακοπέρναγε | |
| γ' ενικ. | κακοπερνάει - κακοπερνά | κακοπερνούσε | θα κακοπερνάει - κακοπερνά | να κακοπερνάει - κακοπερνά | ||
| α' πληθ. | κακοπερνάμε - κακοπερνούμε | κακοπερνούσαμε | θα κακοπερνάμε - κακοπερνούμε | να κακοπερνάμε - κακοπερνούμε | ||
| β' πληθ. | κακοπερνάτε | κακοπερνούσατε | θα κακοπερνάτε | να κακοπερνάτε | κακοπερνάτε | |
| γ' πληθ. | κακοπερνάν(ε) - κακοπερνούν(ε) | κακοπερνούσαν(ε) | θα κακοπερνάν(ε) - κακοπερνούν(ε) | να κακοπερνάν(ε) - κακοπερνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακοπέρασα | θα κακοπεράσω | να κακοπεράσω | κακοπεράσει | ||
| β' ενικ. | κακοπέρασες | θα κακοπεράσεις | να κακοπεράσεις | κακοπέρνα - κακοπέρασε | ||
| γ' ενικ. | κακοπέρασε | θα κακοπεράσει | να κακοπεράσει | |||
| α' πληθ. | κακοπεράσαμε | θα κακοπεράσουμε | να κακοπεράσουμε | |||
| β' πληθ. | κακοπεράσατε | θα κακοπεράσετε | να κακοπεράσετε | κακοπεράστε | ||
| γ' πληθ. | κακοπέρασαν κακοπεράσαν(ε) |
θα κακοπεράσουν(ε) | να κακοπεράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κακοπεράσει | είχα κακοπεράσει | θα έχω κακοπεράσει | να έχω κακοπεράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κακοπεράσει | είχες κακοπεράσει | θα έχεις κακοπεράσει | να έχεις κακοπεράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κακοπεράσει | είχε κακοπεράσει | θα έχει κακοπεράσει | να έχει κακοπεράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακοπεράσει | είχαμε κακοπεράσει | θα έχουμε κακοπεράσει | να έχουμε κακοπεράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κακοπεράσει | είχατε κακοπεράσει | θα έχετε κακοπεράσει | να έχετε κακοπεράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακοπεράσει | είχαν κακοπεράσει | θα έχουν κακοπεράσει | να έχουν κακοπεράσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.