κακοπέραση
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κακοπέραση < (κακοπερνάω) κακοπερασ- + -ση
Ουσιαστικό
κακοπέραση θηλυκό
- το να μην περνάς καλά, το να κακοπερνάς
- ※ Μην ξεχνάς πως δεν έζησα πάντα στο παλάτι, πως έμαθα από κούραση και κακοπέραση. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κακοπέραση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.